Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άσκυφος — ἄσκυφος, ον (Α) [σκύφος] αυτός που δεν έχει σκύφο, ξύλινο ποτήρι … Dictionary of Greek
ἄσκυφος — without cup masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sfakia — Gemeinde Sfakia Δήμος Σφακίων … Deutsch Wikipedia